Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεληνιακός -ή -ό [seliniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σελήνη: Σεληνιακό φως. Σεληνιακό όχημα, με το οποίο γίνεται η προσσελήνωση· σεληνάκατος. Σεληνιακό τοπίο και ως ΦΡ για τοπίο απόλυτα άγονο, έρημο και χωρίς ίχνος ζωής: Mετά την πυρκαγιά η περιοχή παρουσίαζε όψη σεληνιακού τοπίου. || ~ μήνας, το χρονικό διάστημα των 29 περίπου ημερών που χρειάζεται για να συμπληρώσει η Σελήνη μια πλήρη περιφορά γύρω από τη Γη. Σεληνιακό έτος, που υπολογίζεται με βάση τους σεληνιακούς μήνες. Σεληνιακό ημερολόγιο, που έχει ως βάση το σεληνιακό έτος.
[λόγ. < ελνστ. σεληνιακός]