Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σελίνι το [selíni] Ο44 : 1. υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας. 2. το αυστριακό νόμισμα.
[ιταλ. (αρσ.) scellino, πληθ. scellini που θεωρήθηκε ουδ. εν. < γαλλ. schelling < αγγλ. shilling & γερμ. Schilling (παλ. γερμ. skilling)]