Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σελέμης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σελέμης ο [selémis] Ο11 θηλ. σελέμισσα [selémisa] Ο27 : (λαϊκ.) αυτός που ζει σε βάρος των άλλων· ακαμάτης, αχαΐρευτος.

[τουρκ. selem `προπληρωμή΄ -ης· σελέμ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες