Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεβάσμιος -α -ο [sevázmios] Ε6 : για άνθρωπο που εμπνέει το σεβασμό, λόγω της πολύ προχωρημένης ηλικίας του: ~ γέροντας. Ήταν μια σεβάσμια μορφή.
[λόγ. < ελνστ. σεβάσμιος]