Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σείστρο το [sístro] Ο39 : (μουσ.) 1. ηχητικό αντικείμενο ή μικρό μουσικό όργανο, το οποίο παράγει ήχο όταν σείεται. 2. το γλωσσίδι των κουδουνιών. 3. Tα σείστρα του ντεφιού, τα κουδουνάκια.
[λόγ. < ελνστ. σεῖστρον `κρόταλο΄]