Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σγουρομάλλης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σγουρομάλλης -α -ικο [zγuromális] Ε9 : που έχει σγουρά μαλλιά. || (ως ουσ.).

[σγουρ(ός) -ο- + -μάλλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες