Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σβούρα η [zvúra] Ο25 : 1. μικρό παιδικό παιχνίδι από ξύλο ή μέταλλο, σε σχήμα κώνου, του οποίου η ακιδωτή κορυφή αποτελεί το σημείο στήριξης γύρω από το οποίο περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα. 2. (μτφ.) για άνθρωπο αεικίνητο, συνήθ. στην έκφραση γυρίζει / κινείται σαν (τη) ~.
[μσν. *σβούρα (πρβ. μσν. σβουρίζω) ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σβουράκι το [zvuráki] Ο44α : ηλεκτροκίνητος περιστρεφόμενος δίσκος για τη λείανση μαρμάρων κτλ.
[σβούρ(α) -άκι]