Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβηστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σβηστός -ή -ό [zvistós] Ε1 : 1. για κτ. που δεν το έχουν ανάψει για να θερμάνει ή να φωτίσει: Πλησίασε ένα αυτοκίνητο με τα φώτα σβηστά. || σβησμένος: Tα καντήλια ήταν σβηστά. 2. για μηχανή ή για συσκευή που δε βρίσκεται σε λειτουργία: Περίμενε με σβηστή τη μηχανή του αυτοκινήτου. Tο μάτι της κουζίνας είναι σβηστό.

[ελνστ. σβεστός κατά το σβέννυμι > σβήνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες