Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβηστήρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σβηστήρα η [zvistíra] Ο26 & σβήστρα η [zvístra] Ο25 : κομμάτι από καουτσούκ ή πλαστική ελαστική ύλη με το οποίο σβήνουμε κτ. γραμμένο συνήθ. με μολύβι· γομολάστιχα, γόμα, σβηστήρι.

[σβηστήρ(ι) μεγεθ. -α· σβησ- (σβήνω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες