Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σβαρνίζω [zvarnízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. διαλύω με τη σβάρνα τους σβόλους του χώματος που δημιουργήθηκαν μετά το όργωμα. 2. (μτφ., προφ.) παρασύρω στο διάβα μου και ρίχνω κάτω ή ρίχνω κπ. κάτω και τον σέρνω με δύναμη.
[μσν. σβαρν(ώ < σβάρν(α) -ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. σβαρνησ-]