Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σβίγκος ο [zvíŋgos] Ο18 : 1. είδος γλυκίσματος που γίνεται από μικρές μπάλες αφράτης ζύμης, τηγανισμένες σε βούτυρο. 2. (μτφ., χλευ.) κοντός, χοντρός και πλαδαρός άνθρωπος.
[παλ. γερμ. swing(e) -ος]