Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σβήσιμο το [zvísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σβήνω: Tο ~ της φωτιάς / της πυρκαγιάς / του κεριού / των φώτων. Tο ~ της μηχανής. Tο τετράδιο ήταν γεμάτο σβησίματα. || (μτφ.): Tο ~ της νιότης μας.
[σβησ- (σβήνω) -ιμο]