Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σβέλτος -η -ο [zvéltos] Ε3 : που διεκπεραιώνει τις δουλειές του με κινήσεις γρήγορες και σωστά συντονισμένες: Σβέλτη νοικοκυρά. Είναι πολύ ~ στη δουλειά. Σβέλτο περπάτημα, γρήγορο.
σβέλτα ΕΠIΡΡ: Άντε, ~! (έκφρ.) στα ~, γρήγορα. [ιταλ. svelto -ς]