Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σβάρνα η [zvárna] Ο25 : γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβόλων και για το ίσιωμα του χωραφιού μετά το όργωμα. || (έκφρ.) παίρνω ~: α. παρασύρω κπ. ή κτ. στο διάβα μου και το(ν) ρίχνω κάτω· σβαρνίζω2. β. αναζητώ κτ. ή κπ. επίμονα πηγαίνοντας παντού χωρίς διάκριση, πηγαίνω με τη σειρά σε διάφορα μέρη, το ένα μετά το άλλο: Πήρε ~ τα μπαρ για να τον βρει. Kάθε μέρα παίρνει ~ τα μαγαζιά / τις ταβέρνες.
[μσν. σβάρνα < σλαβ. barna με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-va > tizva > tis-zva] ]