Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαύρα η [sávra] Ο25 : γενική ονομασία για διάφορα σαυρόμορφα ερπετά με μακριά ουρά, τέσσερα πόδια, γλώσσα διχαλωτή και συσταλτή και δέρμα πρασινωπό με κηλίδες: Οι σαύρες ζουν σε υγρά και σκιερά μέρη.
σαυρίτσα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. σαύρα· σαύρ(α) -ίτσα]