Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαχλός -ή -ό [saxlós] Ε1 : για κτ. που το χαρακτηρίζει έλλειψη σοβαρότητας και περιεχομένου· ανόητος: Σαχλό βιβλίο / έργο. Σαχλές κουβέντες. || άνθρωπος ελαφρός, που λέει ή κάνει ανοησίες, που η συμπεριφορά του είναι σαχλή, ανόητη: Σαχλοί νεαροί. Άντε βρε σαχλέ!
[μσν. σαχλός ίσως < ελνστ. σαχνός `μαλακός (για κρέας)΄]