Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαχ
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχ το [sáx] Ο (άκλ.) : σκακιστικός όρος που δηλώνει άμεση απειλή κατά του βασιλιά· ρουά. (έκφρ.) ~ ματ*.

[λόγ. < γερμ. Schach σάχης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάχης ο [sáxis] Ο11 : τίτλος του Πέρση μονάρχη στους νεότερους χρόνους: Ο τελευταίος ~ της Περσίας.

[λόγ. < μσν. σαχ -ης < περσ. shāh]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάχλα η [sáxla] Ο25α : η σαχλαμάρα. (έκφρ.) ~ μπάχλα / σάχλες μπούχλες, για ανόητα λόγια. σαχλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[σαχλ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)· σάχλ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλαμάρα η [saxlamára] Ο25 : λόγος ή πράξη που θεωρείται ανόητη, που δείχνει έλλειψη σοβαρότητας: Άσε τις σαχλαμάρες. || χαρακτηρισμός του αποτελέσματος μιας εργασίας πολύ κατώτερης από το κοινά αποδεκτό: ~ είναι αυτό που έφτιαξες; σαχλαμαρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[σαχλ(ός) -αμάρα· σαχλαμάρ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλαμαράκιας ο [saxlamarákas] Ο3 πληθ. σαχλαμαράκηδες : ο σαχλαμάρας.

[σαχλαμάρ(α) -άκιας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλαμάρας ο [saxlamáras] Ο3 : (οικ.) αυτός που λέει ή κάνει σαχλαμάρες· άνθρωπος ανόητος, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά· σάχλας, σαχλαμαράκιας.

[σαχλαμάρ(α) -ας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλαμαρίζω [saxlamarízo] Ρ2.1α : λέω ή κάνω σαχλαμάρες.

[σαχλαμάρ(α) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάχλας ο [sáxlas] Ο3 : ο σαχλαμάρας.

[σάχλ(α) -ας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλοκούδουνο το [saxlokúδuno] Ο41 : (οικ.) άνθρωπος ανόητος και ελαφρόμυαλος.

[σαχλ(ός) -ο- + κουδούν(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλός -ή -ό [saxlós] Ε1 : για κτ. που το χαρακτηρίζει έλλειψη σοβαρότητας και περιεχομένου· ανόητος: Σαχλό βιβλίο / έργο. Σαχλές κουβέντες. || άνθρωπος ελαφρός, που λέει ή κάνει ανοησίες, που η συμπεριφορά του είναι σαχλή, ανόητη: Σαχλοί νεαροί. Άντε βρε σαχλέ!

[μσν. σαχλός ίσως < ελνστ. σαχνός `μαλακός (για κρέας)΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες