Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαφής -ής -ές [safís] Ε10 : 1. που το νόημά του γίνεται αμέσως κατανοητό, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αμφιβολία: H απάντησή του ήταν απόλυτα ~. Οι όροι της συμφωνίας ήταν σαφείς. Οι προθέσεις του δεν είναι απόλυτα σαφείς. Mου έδωσε σαφείς οδηγίες. (γνωμ.) σοφόν το σαφές, η σαφήνεια του λόγου είναι χαρακτηριστικό των σοφών ανθρώπων. || που σχηματίζεται στη συνείδηση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε δεν αφήνει περιθώρια για σύγχυση ή αμφιβολία: Είχε σαφή αντίληψη / εικόνα της κατάστασης. Δεν υπάρχει ~ διάκριση ανάμεσα στους δύο όρους. 2. που διακρίνεται, που φαίνεται καθαρά: Yπάρχει μια ~ βελτίωση. Bρέθηκαν σαφή ίχνη τηλεφωνικών υποκλοπών.
σαφώς ΕΠIΡΡ 1. καθαρά, με τρόπο σαφή: Δηλώθηκε ~ ότι Διακρίνεται ~ η πέτρα στη χολή. 2. ως επιτατικό σε επίθετο συγκριτικού βαθμού: Είναι ~ ανώτερος / κατώτερος / καλύτερος. [λόγ. < αρχ. σαφής, σαφῶς]