Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαφάρι το [safári] Ο (άκλ.) : ομαδικό οργανωμένο κυνήγι άγριων ζώων στην Aφρική.
[λόγ. < αγγλ. safari (από τη σουαχίλι, σημ.: `ταξίδι΄) < αραβ. safarīya]