Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαυρίδι το [savríδi] & σαφρίδι το [safríδi] Ο44 : είδος ψαριού που αφθονεί στα ελληνικά νερά, έχει σώμα μακρόστενο, λέπια στρογγυλά, μικρά και λεία, εκτός από την πλευρική γραμμή η οποία και ξεχωρίζει με λέπια πιο μεγάλα σε σχήμα ρόμβου.
[μσν. σαυρίδιν υποκορ. του αρχ. σαῦρος = σαύρα· [fr] (;)]