Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σατυρικός -ή -ό [satirikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Σάτυρο1: Σατυρικό δράμα, ένα από τα είδη του αρχαίου δράματος, συνήθ. το τέταρτο δράμα μιας τετραλογίας, του οποίου ο χορός αποτελούνταν από Σατύρους και είχε σκωπτικό χαρακτήρα.
[λόγ. < αρχ. Σατυρικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάτυρος ο [sátiros] Ο20α : 1. Σάτυρος, δευτερεύουσα θεότητα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας· ακόλουθος του Διονύσου με μορφή νέου άνδρα, ουρά, πόδια και κέρατα τράγου: Xορός Σατύρων και Σιληνών. 2. (μτφ.) άνδρας, συνήθ. κάποιας ηλικίας, ακόλαστος και λάγνος ο οποίος ασελγεί σε νεαρά άτομα.
[λόγ. < αρχ. Σάτυρος]