Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σατιρικός -ή -ό [satirikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σάτιρα: Σατιρικό ποίημα / τραγούδι. Σατιρικοί στίχοι. || (ως ουσ.) ο σατιρικός, ποιητής ή πεζογράφος που γράφει σάτιρες.
[λόγ. < γαλλ. satirique < satir(e) = σάτιρ(α) -ique = -ικός]