Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σατανισμός ο [satanizmós] Ο17 : η λατρεία του Σατανά, η πίστη στη δύναμή του και η προσπάθεια να κερδηθεί η εύνοιά του για την επίτευξη δόλιων σκοπών.
[λόγ. < γαλλ. satanisme < Satan < λατ. Satan < ελνστ. Σαταν(ᾶς) -isme = -ισμός]