Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σατανικός -ή -ό [satanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Σατα νά, που έχει τα φυσιογνωμικά ή ηθικά χαρακτηριστικά του Σατανά, ύπου λος και καταχθόνιος, πονηρός και πανούργος: Ένα σατανικό βλέμ μα. Mία σατανική φυσιογνωμία. ~ άνθρωπος. Σατανικά σχέδια.
σατανικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σατανικός]