Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαστισμένος -η -ο [sastizménos] Ε3 μππ. του σαστίζω : που έχει σαστίσει· που έχει χάσει την ψυχραιμία του μπροστά σε κτ. απρόβλεπτο, περίεργο ή θαυμαστό, που αισθάνεται μεγάλη αμηχανία μπροστά σε κπ. ή που νιώθει σύγχυση και ταραχή γι΄ αυτό που πρέπει να πει, να κάνει ή να σκεφτεί: Tη βρήκα σαστισμένη.
σαστισμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταζε ~. [μππ. του σαστίζω]