Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαστίζω [sastízo] Ρ2.1α μππ. σαστισμένος* : χάνω την ψυχραιμία μου μπροστά σε κτ. απρόβλεπτο, περίεργο ή θαυμαστό· αισθάνομαι μεγάλη αμηχανία μπροστά σε κπ. ή νιώθω σύγχυση και ταραχή γι΄ αυτό που πρέπει να πω, να κάνω ή να σκεφτώ: Σάστισε και δεν ήξερε τι έλεγε. Σάστισα σαν τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. Είχα σαστίσει τόσο που
Σαστίζει ο νους!, τα χάνει κανείς. || κάνω κπ. να χάσει την ψυχραιμία του, προκα λώ σε κπ. αμηχανία ή σύγχυση με κτ. απρόβλεπτο, περίεργο ή θαυμαστό: Mε σάστισες και δεν ξέρω τι κάνω. Tα λόγια του μας σάστισαν. (έκφρ.) τα σάστισα, σάστισα, τα έχασα: Tα σάστισα με την ερώτησή του.
[τουρκ. şaşt(ι)- αόρ. του şaşmak -ίζω]