Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σασπένς το [saspéns] Ο (άκλ.) : σε ένα κινηματογραφικό έργο και με επέκταση σε ένα θέαμα, μια διήγηση κτλ., η αγωνιώδης αβεβαιότητα, η προσμονή ότι κτ. περίεργο ή δυσάρεστο θα συμβεί: Ο Xίτσκοκ είναι ο μετρ του ~.
[λόγ. < αγγλ. suspense]