Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρωτικός -ή -ό [sarotikós] Ε1 : που σαρώνει, κυρίως μτφ.: Σαρωτική θύελλα. ~ άνεμος, ο καταστρεπτικός. Σαρωτική νίκη, η εντυπωσιακή, κυρίως σε αριθμό βραβείων, στο μέγεθος του σκορ κτλ. || (ηλεκτρον.): Σαρωτικό ηλεκτρονικό μηχάνημα.
[λόγ. σαρω- (δες σαρώνω) -τικός απόδ. αγγλ. sweeping]