Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρκώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρκώδης -ης -ες [sarkóδis] Ε11 : που έχει πλούσια σάρκα1: Σαρκώδη χείλη. ~ καρπός. || Σαρκώδη φύλλα, που έχουν σημαντικό πάχος σε σχέ ση με τα συνηθισμένα.

[λόγ. < αρχ. σαρκώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες