Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρκικός -ή -ό [sarkikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σάρκα2, στην υλική φύση του ανθρώπου, στις αισθήσεις και ειδικά στο σεξουαλι κό ένστικτο. ANT πνευματικός: H σαρκική φύση του ανθρώπου. ~ έρωτας / πόθος. Σαρκικές απολαύσεις / ηδονές.
σαρκικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σαρκικός]