Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρκασμός ο [sarkazmós] Ο17 : η ενέργεια του σαρκάζω· λόγια ιδιαίτερα ειρωνικά και πικρόχολα που έχουν πρόθεση να πληγώσουν.
[λόγ. < ελνστ. σαρκασμός]