Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρκάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρκάζω [sarkázo] Ρ2.1α : ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω κπ. με τρόπο ιδιαίτερα καυστικό, περιφρονητικό και χαιρέκακο· (πρβ. χλευάζω).

[λόγ. < ελνστ. σαρκάζω, αρχ. σημ.: `δείχνω τα δόντια (σαν σκύλος)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες