Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρδόνιος -α -ο [sarδónios] Ε6 : μόνο στην έκφραση σαρδόνιο γέλιο: α. που εκφράζει μια διάθεση χλευαστική και χαιρέκακη. β. (ιατρ.) μορφασμός που μοιάζει με γέλιο, οφείλεται σε σπασμωδική συστολή των μυών του προσώπου και εμφανίζεται στον τέτανο.
σαρδόνια ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε γελώντας ~. [λόγ. < ελνστ. σαρδόνιος (αρχ. σαρδάνιος)]