Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρδελοκούτι το [sarδelokúti] Ο44 : 1. άδειο κουτί από κονσέρβα σαρδέλας. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός υπερβολικά φορτωμένου μεταφορικού μέσου, κυρίως λεωφορείου.
[σαρδέλ(α) -ο- + κουτ(ί) -ι]