Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαργός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαργός ο [sarγós] Ο17 : είδος ψαριού που συγγενεύει με το σπάρο και το μελανούρι· έχει χρυσαφί χρώμα στη ράχη και καστανόμαυρη ταινία κλειστή σαν δαχτυλίδι στη βάση της ουράς.

[αρχ. σαργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες