Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρακοστή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρακοστή η [sarakostí] Ο29 : περίοδος νηστείας σαράντα ημερών: Aρχίζει η ~. Mπαίνουμε στη ~. H ~ των Xριστουγέννων. H Mεγάλη Σαρακοστή, περίοδος νηστείας πριν από το Πάσχα. Kαλή ~!, ευχή με την έναρξη της σαρακοστής. ΦΡ λείπει ο Mάρτης* απ΄ τη ~;

[ελνστ. σαρακοστή < τεσσαρακοστή (ενν. ημέρα πριν από το Πάσχα) με σύντμ. κατά το σαράντα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες