Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαράφης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαράφης ο [saráfis] Ο11 : (λαϊκότρ.) αυτός που αγοράζει και πουλά νομίσματα· αργυραμοιβός.

[τουρκ. sarraf -ης (από τα αραβ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες