Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαράκι το [saráki] Ο44 : 1. έντομο που κατατρώει το ξύλο. 2. (μτφ.) μακροχρόνιος ψυχικός πόνος, καημός που δεν εκδηλώνεται και γι΄ αυτό φθείρει: Είχε μέσα του το ~ της ζήλιας. H αγάπη είναι ~. Tον τρώει / τον έφαγε το ~ του γιου του.
[μσν. *σαράκιον υποκορ. του ελνστ. σάραξ (δες στο σάρακας)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρακιάζω [sarakázo] Ρ2.1α μππ. σαρακιασμένος : (οικ.) για ξύλο που έχει καταστραφεί από το σαράκι.
[σαράκ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαράκιασμα το [sarákazma] Ο49 : διάβρωση του ξύλου από το σαράκι.
[σαρακιασ- (σαρακιάζω) -μα]