Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαράι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαράι το [sarái] & σεράι το [serái] Ο45 : επίσημη διαμονή του Οθωμανού σουλτάνου ή του διοικητή οθωμανικής επαρχίας.

[μσν. σαράι < τουρκ. saray (από τα περσ.)· τροπή [a > e] (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες