Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαράβαλο το [sarávalo] Ο41 : 1. για οτιδήποτε (μηχάνημα, όχημα, οίκημα κτλ.) που είναι τόσο παλιό και φθαρμένο, ώστε στην ουσία έχει αχρηστευθεί: Tο σπίτι / το αυτοκίνητο / το ποδήλατο έγινε ~. 2. (μτφ.) για άνθρωπο συνήθ. μεγάλης ηλικίας, με πολλά προβλήματα υγείας.
σαραβαλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, συνήθ. ως συναισθηματικά φορτισμένος χαρακτηρισμός παλιού αυτοκινήτου. [ίσως ελνστ. σαράγαρον `είδος αμαξιού΄ (τροπή [γ > v] ;) με ανομ. υγρών συμφ. [r-r > r-l] ]