Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαπουνόφουσκα η [sapunófuska] Ο27α : 1. φούσκα της σαπουνάδας. 2. (μτφ.) α. (συνήθ. πληθ.) για λόγια κενά, για μεγαλοστομίες χωρίς αντίκρισμα: Όσα μας είπε αποδείχτηκαν σαπουνόφουσκες, αερολογίες. β. για διάψευση προσδοκίας: H κληρονομιά ήταν ~.
[σαπούν(ι) -ο- + φούσκα]