Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαπουνίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαπουνίζω [sapunízo] -ομαι Ρ2.1 : πλένω κτ. τρίβοντάς το με σαπούνι: ~ τα ρούχα / το πρόσωπο. Nα σαπουνίσεις τα χέρια σου. Σαπουνίστηκες καλά;

[μσν. σαπωνίζω < σαπών(ιον) -ίζω ( [o > u] κατά το σαπώνιον > σαπούνι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες