Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαπίζω [sapízo] Ρ2.1α μππ. σαπισμένος : 1α. για οργανικές ουσίες που αλλοιώνονται και αποσυντίθενται, συνήθ. λόγω της υγρασίας: H βάρκα σάπιζε αργά μέσα στο νερό. || για καρπούς που έχουν ωριμάσει υπερβολικά: Tα μήλα σάπιζαν πάνω στα δέντρα. Σάπισαν τα πεπόνια. Σαπισμένες ντομάτες αγόρασες; || (επέκτ.): Έχει σαπισμένα δόντια, χαλασμένα από τερη δόνα. β. (μτφ.) βρίσκομαι για μεγάλο διάστημα σε ένα υγρό περιβάλλον που καταστρέφει την υγεία μου: Σαπίσαμε σ΄ αυτό το υπόγειο. Σαπίσαμε από την υγρασία / τη βροχή. || (έκφρ.) σαπίζει στη φυλακή, για κπ. που εκτίει μακροχρόνια ποινή. 2. κάνω κτ. να αποσυντεθεί, να αλλοιωθεί, να σαπίσει: H υγρασία σάπισε το πάτωμα. Mην ποτίζεις τόσο τα λουλούδια, γιατί θα τα σαπίσεις! || (επέκτ.): Mας σάπισε η βροχή. ΦΡ ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω ανηλεώς. ~ κπ. στη δουλειά, τον εξαντλώ, τον κουράζω υπερβολικά.
[αρχ. σήπομαι, αόρ. ἐσάπην γ' πληθ. ἐσάπησαν σχηματισμός νέου α' εν. προσ. εσάπησα και μεταπλ. μσν. *σαπίζω (πρβ. μσν. σάπιος)]