Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σανιδώνω [saniδóno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω μια επιφάνεια με σανίδες: ~ το πάτωμα. || (προφ., λαϊκ.): Ερχόταν κατά πάνω μου με σανιδωμένο το γκάζι, πατημένο στο τέρμα. Σανίδωσέ το, προτροπή σε οδηγό να πατήσει στο τέρμα το γκάζι.
[ελνστ. σανιδ(ῶ) -ώνω]