Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σανατόριο το [sanatório] Ο40 : θεραπευτήριο σε ορεινή περιοχή με ξηρό κλίμα, όπου νοσηλεύονταν ασθενείς με παθήσεις του θώρακα και κυρίως φυματικοί.
[λόγ. < αγγλ. sanatori(um) -ον (< υστλατ. sanatorius `θεραπευτικός΄) κατά το λατ. πρότυπο]