Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σανίδι το [saníδi] Ο44 : 1. σανίδα: Tα σανίδια του πατώματος είναι φθαρμένα. || για ευτελή ξυλεία επίπλωσης. 2. (οικ.) η σκηνή του θεάτρου: Είναι τριάντα χρόνια στο ~. Πέθανε πάνω στο ~. Ο ηθοποιός ζει μια άλλη ζωή πάνω στο ~.
[μσν. σανίδι < αρχ. σανίδιον (υποκορ. του σανίς)]