Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σανίδα η [saníδa] Ο26 : επεξεργασμένο κομμάτι ξύλου, μακρόστενο, επίπεδο και πλατύ με πολύ μικρό πάχος: Ελάτινες / δρύινες σανίδες. Σανίδες του πατώματος. Έκλεισε το άνοιγμα με σανίδες. Είναι σαν ~, κυρίως για πολύ αδύνατη γυναίκα, χωρίς καθόλου καμπύλες. ΦΡ βρε(γ)μένη* ~. ~ σωτηρίας, το έσχατο μέσο σωτηρίας σε στιγμές υπέρτατης απόγνωσης. || (προφ.) ~ του σιδερώματος, η σιδερώστρα. ~ καταδύσεων, η εξέδρα στην πισίνα.
[αρχ. σανίς, αιτ. -ίδα]