Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαμπανιέρα η [sampanéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος, συνήθ. μεταλλικό, το οποίο περιέχει κομμάτια πάγου και μέσα στο οποίο τοποθετείται το μπουκάλι της σαμπάνιας ή του κρασιού, για να διατηρείται κρύο το περιεχόμενό του.
[σαμπάν(ια) -ιέρα]