Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαμπί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαμπί το [sampí] Ο (άκλ.) : σημείο, που έχει ως γραφικό σύμβολο το ό, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία ελληνική ως σύμβολο του αριθμού 900.

[λόγ. < μσν. σαμπί < ελνστ. φρ. ὡς ἄν πῖ `σαν να ήταν πι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες