Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαμοβάρι το [samovári] Ο44 & σαμοβάρ το [samovár] Ο (άκλ.) : μεταλλική συσκευή, συνήθ. χάλκινη, για την παρασκευή του τσαγιού, που χρησιμοποιείται κυρίως στη Ρωσία.
[ρωσ. samovar `που βράζει μόνο του΄ -ι· λόγ. < ρωσ. samovar]